φυσεκλίκι

φυσεκλίκι
το, Ν
βλ. φισεκλίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυσεκλίκι — το (λαθεμένη γραφή), βλ. το ορθό φισεκλίκι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φισεκλίκι — και φυσεκλίκι, το, Ν φυσιγγιοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek lik] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”